- Σατυρόφηρ
- Σᾰτῠρόφηρ, ηρος, ὁ,A wild creature like a Satyr, Hdn.Gr.1.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σατυρόφηρ — ηρος, ὁ, Α είδος άγριου ζώου, όμοιου με Σάτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + φήρ, αιολ. προφ. τού θήρ «θηρίο», χρησιμοποιούμενο για Κενταύρους] … Dictionary of Greek